- ἀγρυπνητικόν
- ἀγρυπνητικόνwakefulneut nom/voc/acc sgἀγρυπνητικόςwakefulmasc acc sgἀγρυπνητικόςwakefulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγρυπνητικοῖς — ἀγρυπνητικόν wakeful neut dat pl ἀγρυπνητικός wakeful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικοῦ — ἀγρυπνητικόν wakeful neut gen sg ἀγρυπνητικός wakeful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικά — ἀγρυπνητικόν wakeful neut nom/voc/acc pl ἀγρυπνητικός wakeful neut nom/voc/acc pl ἀγρυπνητικά̱ , ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνητικά̱ , ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικῶν — ἀγρυπνητικόν wakeful neut gen pl ἀγρυπνητικός wakeful fem gen pl ἀγρυπνητικός wakeful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)